- οικολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικολογία: Οικολογική μελέτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικολογικός — ή, ό [οικολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικολογία και στον οικολόγο («οικολογική καταστροφή») 2. φρ. «οικολογικό κίνημα» κίνηση για την προστασία τής φύσης και τού περιβάλλοντος, στην οποία είναι ενταγμένες ομάδες φυσικών ή νομικών … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου … Dictionary of Greek
ετερομορφία ή ετερομορφισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός … Dictionary of Greek